-
1ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ 2025ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΒασικά συμπεράσματα• To 2024 η ελληνική οικονομία διατήρησε τον ήπιο ρυθμό μεγέθυνσής της, με τοπραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2,3%. Θετική συμβολή σε αυτή την εξέλιξηείχαν η κατανάλωση (1,5%) και οι επενδύσεις (0,7%), ενώ αρνητική είχαν ηδημόσια κατανάλωση (-0,8%) και οι καθαρές εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών(-2%). Λαμβάνοντας υπόψη το ύψος των εισοδημάτων και το κόστος διαβίωσης, ηΕλλάδα είναι το δεύτερο φτωχότερο κράτος-μέλος της ΕΕ.• Μεταξύ 2019 και 2023 το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριώναυξήθηκε περίπου 8,3 δισ. ευρώ και η πραγματική κατανάλωση κατά 7,9 δισ. ευρώ.Ωστόσο, η αντίστοιχη αύξηση του συνόλου των πραγματικών μισθών ήταν μόλις130 εκατ. ευρώ, όταν το πραγματικό εισόδημα από μη μισθωτή εργασία αυξήθηκεκατά 2,6 δισ. ευρώ και το πραγματικό εισόδημα από πλούτο κατά 4,5 δισ. ευρώ. Γιατο ίδιο διάστημα οι μισθοί στην Ελλάδα είχαν τη δεύτερη μικρότερη συμβολή στηναύξηση των πραγματικών πρωτογενών εισοδημάτων των νοικοκυριών στην ΕΕ.Ταυτόχρονα, η μέση μηνιαία πραγματική κατανάλωση των νοικοκυριών, τωνοποίων το εισόδημα προέρχεται κυρίως από μισθωτή εργασία, παρέμεινε στάσιμη,η κατανάλωση των αυτοαπασχολούμενων περιορίστηκε, ενώ για τα νοικοκυριάστα οποία το κυρίως υπεύθυνο άτομο είναι εργοδότης αυξήθηκε και έγινεσχεδόνδιπλάσια της αντίστοιχης των μισθωτών.• Ο ρυθμός μεταβολής των πραγματικών επενδύσεων στην Ελλάδα για το 2024ξεπέρασε τον αντίστοιχο στην ΕΕ, ωστόσο έγινε αρνητικός το α΄ τρίμηνο του 2025.Το 2024 οι επενδύσεις σε Μηχανολογικό εξοπλισμό στην Ελλάδα ήταν ελαφρώςυψηλότερες από αυτές στην ΕΕ, αλλά οι επενδύσεις σε Προϊόντα διανοητικήςιδιοκτησίας, που περιλαμβάνουν επενδύσεις σε Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α), ακόμα
-
2υστερούν. Θετικό είναι το γεγονός ότι οι επενδύσεις σε Μηχανολογικό εξοπλισμόκαι σε Προϊόντα διανοητικής ιδιοκτησίας ενισχύθηκαν στους κλάδους τηςΠληροφορίας και επικοινωνίας και των Επαγγελματικών, επιστημονικών καιτεχνικών δραστηριοτήτων, ενώ περιορισμένη είναι η δυναμική της επένδυσης στηΜεταποίηση, καθώς ο κύριος όγκος των επενδύσεων κατευθύνθηκε στιςΚατασκευές.• Οι ελληνικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν υπέρμετρη εξάρτηση από επενδυτικέςχορηγήσεις. Το 2023 το ύψος των επενδυτικών χορηγήσεων αντιστοιχούσε στο26% των επιχειρηματικών επενδύσεων. Το μέγεθος αυτό ήταν το υψηλότερο στηνΕΕ, με τον λόγο αυτό να είναι 15% στη δεύτερη σε κατάταξη Πολωνία. Η μεγάληεξάρτηση των ελληνικών επιχειρηματικών επενδύσεων από τους πόρους τουΤαμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δημιουργεί ερωτηματικά αναφορικά μετην ενδογενή και αυτοδύναμη επενδυτική λειτουργία των ελληνικών επιχειρήσεωνκαι των προοπτικών της επιχειρηματικής επένδυσης μετά τη λήξη τουπρογράμματος.• T ο 2024 το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε, καταγράφονταςέλλειμμα ύψους 6,4% του ΑΕΠ, κυρίως λόγω της αυξημένης ζήτησης για ενδιάμεσαεισαγόμενα προϊόντα. Το αποτέλεσμα αυτό αποκαλύπτει το παραγωγικό έλλειμματης χώρας, το οποίο αποτελεί το βασικό διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικήςοικονομίας. Παράλληλα, το 77,1% του συνόλου των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων(ΑΞΕ) κατευθύνθηκε σε Χρηματοοικονομικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες(2,25 δισ. ευρώ), καθώςκαι σε ιδιωτικές αγοραπωλησίες ακινήτων καιστηΔιαχείρισηακίνητης περιουσίας (2,95 δισ. ευρώ).• Το 2024 το πλεόνασμα του δημόσιου τομέα και το έλλειμμα σε σχέση με τονεξωτερικό τομέα χρηματοδοτήθηκαν μέσω της αύξησης του χρέους τωνεπιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Η διαχείριση της συσσώρευσης χρέους από τηνπλευρά του ιδιωτικού τομέααπαιτεί σύνεση ώστε να αποφευχθεί η ενεργοποίησημηχανισμών που θα υπονομεύσουν τη χρηματοοικονομική φερεγγυότητά του.• H δημοσιονομική προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε το 2024,υποστηριζόμενη από την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, την ενίσχυση τηςαπασχόλησης και την εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων διεύρυνσης τηςφορολογικής βάσης. Συγκεκριμένα, το συνολικό αποτέλεσμα της ΓενικήςΚυβέρνησης διαμορφώθηκε πέρυσι σε πλεόνασμα της τάξης του 1,3% του ΑΕΠ
-
3(έναντι ελλείμματος ύψους 1,4% του ΑΕΠ το 2023), ενώ το πρωτογενές πλεόνασματου Δημοσίου αυξήθηκε από 2% που ήταν το 2023 σε 4,8% του ΑΕΠ το 2024, τουψηλότερο που έχει καταγραφεί στη χώρα μας τουλάχιστον από το 1995 και μετά.• Η μετάβαση της οικονομίας σε καθεστώς υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτωναποτυπώθηκε και στην αναβάθμιση του δείκτη φερεγγυότητας του δημόσιουτομέα στο αξιόπιστο καθεστώς του Κερδοσκόπου για πρώτη φορά μετά τοξέσπασμα της πανδημικής κρίσης. Για τη διετία 2025-2026, ως συνέπεια τηςπρόβλεψης για επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, ο δείκτηςφερεγγυότητας της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να διατηρηθεί σε καθεστώςαξιοπιστίας, στηρίζοντας έτσι τη χρηματοοικονομική συνοχή του δημοσιονομικούσυστήματος και τη φερεγγυότητα της οικονομίας.• Η Ελλάδα μετά την πανδημία επιτυγχάνει βελτίωση των όρων εξωτερικού εμπορίουπροκαλώντας περιορισμένες θετικές σωρευτικές επιδράσεις στο κατά κεφαλήνΑΕΠ την περίοδο 2019-2024. Την ίδια περίοδο, η βελτίωση αυτή συνοδεύτηκε καιαπό άνοδο της εξωστρέφειας, ιδίως της Μεταποίησης, καθώς ένα αυξανόμενο μέροςτων πωλήσεων κατευθύνθηκε στο εξωτερικό.• Ωστόσο, η μεγαλύτερη εξωστρέφεια δεν συνοδεύτηκε από βελτίωση του εμπορικούισοζυγίου, καθώς εμφανίζεται μια αυξανόμενη δυσκολία κάλυψης των εισαγωγώναπό εξαγωγές. Αιτία είναι η υποβάθμιση της θέσης της χώρας στις παγκόσμιεςαλυσίδες αξίας, η οποία αποτυπώνεται στη διαχρονική αδυναμία υποκατάστασηςσε εισαγωγές ενδιάμεσων αγαθών, ιδίως εκείνων που έχουν μέσο και υψηλότεχνολογικό περιεχόμενο. Το αποτέλεσμα είναι η ανάκαμψη των τελευταίων ετώννα συνδέεται με τη διεύρυνση του εμπορικού ελλείματος.• Εξειδικεύοντας την ανάλυση σε 21 κατηγορίες αγαθών, παρ’ όλη τη βελτίωση πουσημειώνεται το 2023 σε σχέση με το 2019, μόλις τέσσερις κατηγορίες εμφανίζουνθετική καθαρή εξαγωγική θέση, εκ των οποίων μόνο τα δύο αγαθά προέρχονταιαπό τη Μεταποίηση.• Κρίσιμη παράμετρο για την οικονομική και την κοινωνική ανθεκτικότητα αλλά καιγια την ασφάλεια της χώρας απέναντι στις διαταραχές των εμπορικών αλυσίδωνσυνιστά η εξάρτησή της από εισαγωγές ειδικά στα αγροκτηνοτροφικά προϊόντα.Στην περίπτωση της Ελλάδας οι περισσότερες κατηγορίες τροφίμων το 2022σημείωσαν αύξηση της εξάρτησής τους από τις εισαγωγές συγκριτικά με το 2019, -
4με τις μεγαλύτερες να εντοπίζονται στα «Αλκοολούχα ποτά», στα «Γαλακτοκομικάπροϊόντα» και στα «Φυτικά έλαια».• Παρομοίως στα μισά σχεδόν αγροκτηνοτροφικά προϊόντα προκύπτει μείωση τηςαυτάρκειας, με τη μεγαλύτερη να σημειώνεται στα «Φυτικά έλαια», στα«Αλκοολούχα ποτά» και στις «Αμυλώδεις ρίζες». Πλήρη αυτάρκεια εμφανίζει ηχώρα στα «Φρούτα πλην κρασιού», στα «Λαχανικά», στα «Ελαιούχα φυτά» και στα«Φυτικά έλαια», με τον αριθμό να παραμένει σταθερός συγκριτικά με το 2019.• Παρά τις μακροοικονομικές αβεβαιότητες, τα βασικά ποσοτικά μεγέθη της αγοράςεργασίας συνέχισαν και το 2024 να εμφανίζουν βελτίωση. Ειδικότερα, το ποσοστόαπασχόλησης των ατόμων ηλικίας 15-64 ετών ανήλθε στο 63,3%, αυξημένο κατά1,5 ποσοστιαίμονάδες μονάδέναντι του 2023 και 6,8 ποσοστιαίες μονάδες έναντι τουπρο-πανδημικού επιπέδου του (2019). Αντίστοιχα, το ποσοστό ανεργίας τωνατόμων ηλικίας 15-74 ετών διαμορφώθηκε το 2024 στο 10,1% ‒ από 11,1% το2023 και 17,3% το 2019.• Παρά τη βελτίωση βασικών ποσοτικών μεγεθών της αγοράς εργασίας, η χώρα μαςπέρυσι κατέγραψε το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης, εμφανίζονταςκαλύτερη επίδοση μόνο συγκριτικά με την Ιταλία. Ίδια είναι και η εικόνα όσοναφορά τη διαφορά του ποσοστού απασχόλησης μεταξύ ανδρικού και γυναικείουπληθυσμού, με την Ελλάδα να εμφανίζει και σε αυτή την κατηγορία τη δεύτερημεγαλύτερη απόκλιση των εν λόγω ποσοστών στην ΕΕ-27. Στην τρίτη θέσηκατατάσσεται η χώρα μας όσον αφορά την απόκλιση του ποσοστού απασχόλησηςμεταξύ μεταξύ της ηλικιακής ομάδας 40-64 ετών και των νέων 15-39 ετών. Επίσης,η Ελλάδα εμφάνισε το 2024 το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης σε αποφοίτουςτριτοβάθμιας εκπαίδευσης (80,3%) μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.• Παράλληλα, δεκαπέντε και πλέον χρόνια μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης,οι μισθοί στη χώρα μας εξακολουθούν να είναι καθηλωμένοι σε επίπεδα που δενδιασφαλίζουν ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης για μεγάλο τμήμα τωναπασχολουμένων. Την περίοδο 2009-2024 ο μέσος ετήσιος πραγματικός μισθόςστη χώρα μας μειώθηκε κατά 32,8%. Την περίοδο 2019-2024 η μείωσηδιαμορφώθηκε στο 1,1%, παρά την αύξηση του μέσου ετήσιου πραγματικού μισθούκατά 2,9% τη διετία 2023-2024.• Την περίοδο 2019-2024 η πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας στο σύνολοτης οικονομίας αυξήθηκε κατά 1,2%, αλλά το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο
-
5μειώθηκε κατά 4,7%. Μεταξύ των 11 βασικών κλάδων της οικονομίας ηπραγματική παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε σε οκτώ, αλλά το μέσοπραγματικό ωρομίσθιο αυξήθηκε μόλις σε δύο. Η βελτίωση της παραγωγικότηταςτης εργασίας δεν μετουσιώνεται σε αυξημένα πραγματικά ωρομίσθια. Ωςαποτέλεσμα, στην Ελλάδα το μερίδιο κερδών αυξήθηκε και το μερίδιο μισθώνυποχώρησε. Ειδικότερα, το 2024 το μερίδιο κερδών στην Ελλάδα ήταν 50,2% τουΑΕΠ, όταν στην ΕΕ ήταν 41% του ΑΕΠ.• Η αύξηση του επιπέδου των τιμών, συγκεκριμένα του αποπληθωριστή ΑΕΠ, στηνΕΕ οφείλεται σε μια αναλογική αύξηση του κόστους μισθωτής εργασίας, τουκόστους εισαγωγών και των κερδών. Αντιθέτως, στην Ελλάδα η αύξηση τουαποπληθωριστή ΑΕΠ προέρχεται κατά κύριο λόγο από την αύξηση των κερδών, ταοποία κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο στη διαμόρφωση των τιμών. Ακολουθεί τοκόστος εισαγωγών, ενώ το μισθολογικό κόστος αποτελεί μόλις τον τρίτοπροσδιοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση των τιμών. Τα ευρήματα αυτάδείχνουν ως κύρια αιτία της υποχώρησης της αγοραστικής δύναμης των μισθώντην αύξηση των κερδών.• Η μειωμένη αγοραστική δύναμη μεγάλου τμήματος των εργαζομένων συνεχίζει ναεπηρεάζει αρνητικά τις συνθήκες διαβίωσής τους. Το 2024 το ποσοστό σοβαρήςυλικής και κοινωνικής στέρησης των μισθωτών ανήλθε στη χώρα μας στο 8,8%,έναντι 8% το 2023 και 3,8% στο σύνολο της ΕΕ. Αν και χαμηλότερο τουαντίστοιχου το 2019, το ποσοστό αυτό είναι το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ, με τηνΕλλάδα να καταγράφει καλύτερη επίδοση μόνο σε σύγκριση με τη Βουλγαρία.• Επιπλέον, το 2024 το ποσοστό των μισθωτών που δήλωναν στην Ελλάδα ότιαδυνατούν να ξοδέψουν ένα μικρό ποσό χρημάτων για τον εαυτό τους αυξήθηκεαπό 27,9% το 2023 στο 29,3%. Το αντίστοιχο ποσοστό για όσους δήλωναν ότι δενμπορούσαν να συμμετάσχουν τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχήςδιαμορφώθηκε στο 23,5%. Ενδεικτικό των υποβαθμισμένων συνθηκών διαβίωσηςτων μισθωτών είναι επίσης ότι το ποσοστό υποκειμενικής φτώχειας για τησυγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα ανήλθε το 2024 στη χώρα μας στο 57,1%. Η τιμήαυτή είναι με διαφορά η μεγαλύτερη στην ΕΕ και υπερβαίνει κατά 28,6 ποσοστιαίεςμονάδες τη δεύτερη υψηλότερη, που καταγράφεται στη Βουλγαρία.• Τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με την υποβάθμιση των συνθηκώναπασχόλησης και την απορρύθμιση κρίσιμων προστατευτικών θεσμών της αγοράς
-
6εργασίας, συνιστούν παράγοντες που συστηματικά υποσκάπτουν τηνανθεκτικότητα της οικονομίας και τη διατηρησιμότητα των ρυθμών μεγέθυνσήςτης. Στο σημερινό εξαιρετικά σύνθετο γεωοικονομικό περιβάλλον, η προοδευτικήαναδόμηση των θεσμών της αγοράς εργασίας, η ενεργός στήριξη του εισοδήματοςτων εργαζομένων και η βελτίωση των συνθηκών απασχόλησής τους αποτελούναναγκαίες παρεμβάσεις για την ανάσχεση των αυξανόμενων αβεβαιοτήτων, τηνενίσχυση της μακρο-χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της οικονομίας και τηνάνοδο της ευημερίας των πολιτών.• Η αλληλουχία των κρίσεων που έχουν ξεσπάσει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια καιο ετερογενής αντίκτυπός τους, σε συνδυασμό με τους πολυεπίπεδουςμετασχηματισμούς που αναπόφευκτα προκαλούν τα σύγχρονα megatrends(κλιματική κρίση, αυτοματοποίηση, μετανάστευση, μεταβολές στο παραγωγικόυπόδειγμα των οικονομιών) έχουν ήδη αφήσει το αποτύπωμά τους στηναναπτυξιακή δυναμική των περιφερειών, επιδρώντας ανισομερώς στηδημογραφική τους εξέλιξη, στη διάρθρωση και την ανθεκτικότητα τουπαραγωγικού τους συστήματος, καθώς και στο επίπεδο του εισοδήματος και στιςσυνθήκες απασχόλησης και διαβίωσης των πολιτών τους.• Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σύνολο της επικράτειας ο οικονομικά ενεργόςπληθυσμός ηλικίας 15-64 ετών μειώθηκε τα χρόνια της πολυκρίσης (2009-2024)κατά 6,8% ή 335,7 χιλ. άτομα. Σε περιφερειακό επίπεδο, τη μεγαλύτερη πτώση τουεργατικού δυναμικού εμφάνισε η Περιφέρεια Θεσσαλίας (-13,8%). Εξίσου μεγάλησυρρίκνωση εργατικού δυναμικού καταγράφηκε και στις περιφέρειες Αττικής (-10,4%), Ηπείρου (-8,5%), Δυτικής Μακεδονίας (-7,9%) και Ιονίων Νήσων (-7%),ενώ σχετικά πιο περιορισμένη ήταν η μείωση του ενεργού πληθυσμού, μεταξύάλλων, στις περιφέρειες Πελοποννήσου (-5,4%), Νοτίου Αιγαίου (-5,1%) καιΔυτικής Ελλάδας (-4,8%). Αξίζει να σημειωθεί ότι η μοναδική περιφέρεια της χώραςπου σημείωσε αύξηση τόσο του πληθυσμού όσο και του εργατικού δυναμικού ήτανη Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου.• Επίσης, το 2023 και οι 13 περιφερειακές ενότητες της Ελλάδας συνέχισαν ναεμφανίζουν κατά κεφαλήν ΑΕΠ, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS),χαμηλότερο από αυτό του μέσου όρου της ΕΕ. Οι πιο φτωχές περιφέρειες τηςχώρας ήταν το Βόρειο Αιγαίο, η Ήπειρος και η Ανατολική Μακεδονία ‒ Θράκη, στιςοποίες το μέσο ΑΕΠ ανά κάτοικο κυμάνθηκε μεταξύ 16.100 και 17.100 PPS, επίπεδα
-
7που αντιστοιχούν μόλις στο 43,9% και 46,6% εκείνου της Περιφέρειας Αττικής, ηοποία κατέγραψε το 2023 το υψηλότερο περιφερειακό κατά κεφαλήν εισόδημα(36.700 PPS). Αξίζει να τονιστεί ότι, εξαιρουμένης της Αττικής και του ΝοτίουΑιγαίου, στις υπόλοιπες περιφέρειες της χώρας το ΑΕΠ ανά κάτοικο σε όρους PPSήταν χαμηλότερο του μέσου όρου της οικονομίας. Συγκεκριμένα, στη ΔυτικήΕλλάδα κυμάνθηκε στο 71,6%, στη Θεσσαλία στο 74,6%, ενώ στην ΠεριφέρειαΣτερεάς Ελλάδας, που καταγράφει σε όρους PPS το τρίτο υψηλότερο κατά κεφαλήνΑΕΠ, στο 90,5%.• Συγκριτικά με το 2009, όλες οι περιφέρειες της χώρας κατέγραψαν το 2022 μείωσηαμοιβών εξαρτημένης εργασίας ανά ώρα εργασίας που υπερέβαινε το 25%. Ημεγαλύτερη μείωση παρατηρείται στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου (-40,3%) καιακολουθούν οι περιφέρειες Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης (-35,6%), ΒορείουΑιγαίου (-35%), Δυτικής Ελλάδας (-30,3%) και Ιονίων Νήσων (-30,1%). Αντίστοιχαμεγάλη πτώση των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας ανά ώρα εργασίας σεπραγματικούς όρους κατέγραψαν και οι υπόλοιπες περιφέρειες της χώρας, ενώ ημικρότερη μείωση σημειώθηκε στην Περιφέρεια Θεσσαλίας (-25,7%).• Αξίζει να τονιστεί ότι, παρά την έξοδο της χώρας από τα προγράμματα οικονομικήςπροσαρμογής και την αύξηση των ονομαστικών μισθών, οι πραγματικές αμοιβέςεξαρτημένης εργασίας ανά ώρα εργασίας, τόσο στο σύνολο της χώρας όσο και στηνπλειονότητα των περιφερειών της, σημείωσαν πτώση και την περίοδο 2019-2022,ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, της πληθωριστικής κρίσης.• Αντανάκλαση των παραπάνω μεταβολών είναι και οι παρατηρούμενες ασυμμετρίεςμεταξύ περιφερειών όσον αφορά βασικούς δείκτες της ποιότητας ζωής τωνκατοίκων τους. Ενδεικτικά, στις περισσότερες περιφέρειες της χώρας το ποσοστότου πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού παρέμεινε το 2024σε επίπεδο υψηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ. Τα υψηλότερα ποσοστάεντοπίζονται, μεταξύ άλλων, στις περιφέρειες Ιονίων Νήσων(41,4%), ΔυτικήςΜακεδονίας (36,3%), Δυτικής Ελλάδας (35,2%), Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης(33,8%), Βορείου Αιγαίου (33,2%) και Πελοποννήσου (32,3%). Αντίθετα, το 2024κοντά στον εθνικό μέσο όρο της χώρας (26,9%) διαμορφώθηκαν τα αντίστοιχαποσοστά στις περιφέρειες Θεσσαλίας (25,8%) και Στερεάς Ελλάδας (25,7%), ενώτα λιγότερα επεισόδια φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού εντοπίστηκαν το ίδιοέτος στην Ήπειρο (19,6%), στο Νότιο Αιγαίο (20,3%) και στην Κρήτη (20,7%).
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ
- Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Γρεβενών
- Ανακοινώσεις
- Εμφανίσεις: 24
